επικρεμώ

επικρεμώ
(AM ἐπικρεμῶ, -άω
Α και ἐπικρεμάννυμι)
1. κρεμώ κάτι επάνω από κάποιον
2. μέσ. ἐπικρέμαμαι και ἐπικρεμῶμαι
κρεμιέμαι απειλητικά πάνω από κάποιον, επίκειμαι, επαπειλούμαι (α. «επικρέμαται συμφορά» β. «επικρεμάμενος κίνδυνος»)
αρχ.-μσν.
μέσ. βρίσκομαι επάνω από κάτι, σε υψηλή και απότομη θέση («οἶκος ἐπικρεμάμενος τῇ ἀγορᾷ»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εφάπτομαι — (ΑΜ ἐφάπτομαι και ἐφάπτω, ιων. τ. ἐπάπτω) μέσ. 1. εγγίζω κάτι στην εξωτερική του επιφάνεια, έρχομαι σε επαφή με κάτι, πιάνω, ακουμπώ σε κάτι («τοίχων ἐφαψάμενος», Φιλοστόργ.) 2. μαθημ. ακουμπώ, έχω ένα κοινό σημείο με κάποια καμπύλη νεοελλ. (το… …   Dictionary of Greek

  • προσεπικρεμάννυμι — Α [ἐπικρεμάννυμι] κρεμώ επάνω σε κάτι ή σε κάποιον κάτι ακόμη, επικρεμώ επί πλέον («προσεπικρεμασθήτω τούτου ὄπισθέν τις... παῑς», Ιπποκρ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”