- επικρεμώ
- (AM ἐπικρεμῶ, -άωΑ και ἐπικρεμάννυμι)1. κρεμώ κάτι επάνω από κάποιον2. μέσ. ἐπικρέμαμαι και ἐπικρεμῶμαικρεμιέμαι απειλητικά πάνω από κάποιον, επίκειμαι, επαπειλούμαι (α. «επικρέμαται συμφορά» β. «επικρεμάμενος κίνδυνος»)αρχ.-μσν.μέσ. βρίσκομαι επάνω από κάτι, σε υψηλή και απότομη θέση («οἶκος ἐπικρεμάμενος τῇ ἀγορᾷ»).
Dictionary of Greek. 2013.